- γεμενί
- τό1) разноцветный платок (головной); 2) πλ. шлёпанцы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεμενί — το 1. έγχρωμο και διαφανές κάλυμμα τής κεφαλής, κν. τσεμπέρι, φακιόλι 2. πληθ. τα γεμενιά οι παντόφλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yemeni, από την ονομασία τής χώρας Υεμένη] … Dictionary of Greek
γεμενί — το (λ. τουρκ.) 1. μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι, τσεμπέρι, φακιόλι. 2. ελαφριά παπούτσια, πέδιλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)